μολυβδίνου

μολυβδίνου
μολύβδινος
leaden
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίχυτος — ἐπίχυτος, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται ή έχει χυθεί επάνω σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίχυτος είδος γλυκίσματος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχυτον είδος αργυρού ή μολύβδινου νομίσματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”